- οστεοκόπος
- ο (Α ὀστεοκόπος και ὀστοκόπος)νεοελλ.φρ. «οστεοκόπος πόνος» — ισχυρός πόνος, σαν να σπάζουν τα οστά, που εμφανίζεται κατά το δεύτερο στάδιο τής σύφιλης στο κρανίο, στην περόνη και στην κλείδααρχ.φλεγμονώδης προσβολή κατά την οποία ο ασθενής αισθάνεται τα οστά του κομμένα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. ξυλο-κόπος].
Dictionary of Greek. 2013.